σοφάς

σοφάς
ο
(λ. τουρκ.), χαμηλός καναπές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σοφάς — ο, Ν 1. χαμηλός καναπές ή κρεβάτι με παχύ στρώμα 2. μικρή ξύλινη εξέδρα στο εσωτερικό οικίας, που χρησιμεύει για κατάκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sofa < αραβ. suffah «μακρύς πάγκος»] …   Dictionary of Greek

  • σοφᾶς — σοφός skilled in any handicraft fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφάς — σοφά̱ς , σοφός skilled in any handicraft fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • καναπές — (canape). Μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα. Το ελληνικό του αντίστοιχο είναι ο σοφάς. Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική canape, που με τη σειρά της προέρχεται από τον όρο canopeum… …   Dictionary of Greek

  • μεντέρι — και μιντέρι, το 1. είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ, σοφάς, ντιβάνι 2. στρώμα κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μιντέρι < τουρκ. minder. Ο τ. μεντέρι με αφομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • μεντέρι — μεντέρι, το και μιντέρι, το (λ. τουρκ.), είδος χαμηλού καναπέ, ο σοφάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”